Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰστός οἴσω

См. также в других словарях:

  • οίσω — οἴσω (Α) μέλλ. τού ρ. φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ , άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω τού ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. τού ενεστ. φέρω* και τού αορ. ἤνεγκον (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • οιστός — οἰστός, ή, όν (Α) [οίσω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομένει, να υποφέρει, ανεκτός, υποφερτός. επίρρ... οἰστῶς (Α) ανεκτά …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσοιστος — εὐπρόσοιστος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ οιστος (< προσ οίσω, μέλλ. τού προσ φέρω), πρβλ. α πρόσ οιστος, δυσ πρόσ οιστος] …   Dictionary of Greek

  • ευπάροιστος — εὐπάροιστος, ον (Α) 1. αυτός που παραφέρεται εύκολα 2. αυτός που μεταφέρεται εύκολα από τόπο σε τόπο, ο ευμετακόμιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πάρ οιστος (< παρ οίσω, μέλλ. τού παρα φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • προοιστός — ή, όν, Α αυτός που θέλει ή που μπορεί να τοποθετηθεί μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ρηματ. επίθ. τού ρ. προφέρω (πρβλ. οἰστός, ρηματ. επίθ. τού φέρω, βλ. και λ. οἴσω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»